Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καδρίλια οι καδρίλιες
      γενική της καδρίλιας
    αιτιατική την καδρίλια τις καδρίλιες
     κλητική καδρίλια καδρίλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καδρίλια < καντρίλια < ιταλική quadriglia

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καδρίλια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία