Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κανιστροειδής η κανιστροειδής το κανιστροειδές
      γενική του κανιστροειδούς* της κανιστροειδούς του κανιστροειδούς
    αιτιατική τον κανιστροειδή την κανιστροειδή το κανιστροειδές
     κλητική κανιστροειδή(ς) κανιστροειδής κανιστροειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κανιστροειδείς οι κανιστροειδείς τα κανιστροειδή
      γενική των κανιστροειδών των κανιστροειδών των κανιστροειδών
    αιτιατική τους κανιστροειδείς τις κανιστροειδείς τα κανιστροειδή
     κλητική κανιστροειδείς κανιστροειδείς κανιστροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανιστροειδής < κάνιστρο + -ο- + -ειδής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική corbiculé)

  Επίθετο επεξεργασία

κανιστροειδής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία