Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καμινοβίγλι τα καμινοβίγλια
      γενική του καμινοβιγλιού των καμινοβιγλιών
    αιτιατική το καμινοβίγλι τα καμινοβίγλια
     κλητική καμινοβίγλι καμινοβίγλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καμινοβίγλι < μεσαιωνική ελληνική καμινοβίγλιον[1] < καμίνι(ν) (< αρχαία ελληνική κάμινος) + βίγλα (< λατινική vigilare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος vigilo < vigil < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weǵ-: είμαι δυνατός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καμινοβίγλι ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. καμινοβίγλιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)