↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καμεραλισμός οι καμεραλισμοί
      γενική του καμεραλισμού των καμεραλισμών
    αιτιατική τον καμεραλισμό τους καμεραλισμούς
     κλητική καμεραλισμέ καμεραλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καμεραλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Kameralismus < μεσαιωνική λατινική cameralis < λατινική camera < αρχαία ελληνική καμάρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καμεραλισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία