• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

καμαριέρης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καμαριέρης οι καμαριέρηδες
      γενική του καμαριέρη των καμαριέρηδων
    αιτιατική τον καμαριέρη τους καμαριέρηδες
     κλητική καμαριέρη καμαριέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
καμαριέρης < (άμεσο δάνειο) βενετική camariere < λατινική camara < αρχαία ελληνική καμάρα (αντιδάνειο) (ίσως < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kam-: κυρτός, καμπύλος)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καμαριέρης αρσενικό (θηλυκό καμαριέρα)

  • (επάγγελμα) πρόσωπο που φροντίζει για την ευταξία και την τακτοποίηση των χώρων σε ένα ξενοδοχείο, ένα σπίτι κ.α.

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    καμαριέρης
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καμαριέρης&oldid=7109480"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 14:14

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 14:14.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας