καμαριέρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καμαριέρης < (άμεσο δάνειο) βενετική camariere < λατινική camara < αρχαία ελληνική καμάρα (αντιδάνειο) (ίσως < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kam-: κυρτός, καμπύλος)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καμαριέρης αρσενικό (θηλυκό καμαριέρα)
- (επάγγελμα) πρόσωπο που φροντίζει για την ευταξία και την τακτοποίηση των χώρων σε ένα ξενοδοχείο, ένα σπίτι κ.α.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καμαριέρης
|