↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμαριέρα οι καμαριέρες
      γενική της καμαριέρας
    αιτιατική την καμαριέρα τις καμαριέρες
     κλητική καμαριέρα καμαριέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καμαριέρα < (άμεσο δάνειο) βενετική camariera (ιταλική cameriera) < λατινική camara[1] + -iera < αρχαία ελληνική καμάρα. Αναλύεται μορφολογικά σε κάμαρ(α) + -ιέρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.maɾˈʝe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐μα‐ριέ‐ρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καμαριέρα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία