camara
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- camara < αρχαία ελληνική καμάρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
camara (la) θηλυκό
- → δείτε τη λέξη camera
Άλλες μορφές επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | camara | camarae |
γενική | camarae | camarārum |
δοτική | camarae | camarīs |
αιτιατική | camaram | camarās |
κλητική | camara | camarae |
αφαιρετική | camarā | camarīs |