καλόφωνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καλόφωος | η | καλόφωη | το | καλόφωο |
γενική | του | καλόφωου | της | καλόφωης | του | καλόφωου |
αιτιατική | τον | καλόφωο | την | καλόφωη | το | καλόφωο |
κλητική | καλόφωε | καλόφωη | καλόφωο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καλόφωοι | οι | καλόφωες | τα | καλόφωα |
γενική | των | καλόφωων | των | καλόφωων | των | καλόφωων |
αιτιατική | τους | καλόφωους | τις | καλόφωες | τα | καλόφωα |
κλητική | καλόφωοι | καλόφωες | καλόφωα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλόφωνα < καλόφωνος + -α < μεσαιωνική ελληνική καλόφωνος[1] < αρχαία ελληνική καλός + φωνή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ˈlo.fo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λό‐φω‐να
Επίρρημα
επεξεργασίακαλόφωνα
- (σπάνιο) άλλη μορφή του καλλίφωνα
- ※ ―Τι να του κάμω; Δε φταίω γω· Ποιος του ’πε να μην τραγουδά έτσι καλόφωνα κι αυτός, ποιος του ’πε να κλείσει εψές τη νύχτα το στόμα του, να βουβαθεί! (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου, Β, 1915)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλόφωνα
|
- ↑ καλόφωνος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].