↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλομεταχειρισμένος η καλομεταχειρισμένη το καλομεταχειρισμένο
      γενική του καλομεταχειρισμένου της καλομεταχειρισμένης του καλομεταχειρισμένου
    αιτιατική τον καλομεταχειρισμένο την καλομεταχειρισμένη το καλομεταχειρισμένο
     κλητική καλομεταχειρισμένε καλομεταχειρισμένη καλομεταχειρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλομεταχειρισμένοι οι καλομεταχειρισμένες τα καλομεταχειρισμένα
      γενική των καλομεταχειρισμένων των καλομεταχειρισμένων των καλομεταχειρισμένων
    αιτιατική τους καλομεταχειρισμένους τις καλομεταχειρισμένες τα καλομεταχειρισμένα
     κλητική καλομεταχειρισμένοι καλομεταχειρισμένες καλομεταχειρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλομεταχειρισμένος: μετοχή. Μορφολογικά αναλύεται σε καλο- + μεταχειρισμένος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.lo.me.ta.çi.ɾiˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λο‐με‐τα‐χει‐ρι‐σμέ‐νος

καλομεταχειρισμένος, -η, -ο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) (μετοχή παθητικού παρακειμένου)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία