καλομεταχειρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλομεταχειρισμένος: μετοχή. Μορφολογικά αναλύεται σε καλο- + μεταχειρισμένος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.lo.me.ta.çi.ɾiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐με‐τα‐χει‐ρι‐σμέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίακαλομεταχειρισμένος, -η, -ο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) (μετοχή παθητικού παρακειμένου)
- μετοχή παρακειμένου του παθητικού ρήματος καλομεταχειρίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλομεταχειρισμένος
|