↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοκουρεμένος η καλοκουρεμένη το καλοκουρεμένο
      γενική του καλοκουρεμένου της καλοκουρεμένης του καλοκουρεμένου
    αιτιατική τον καλοκουρεμένο την καλοκουρεμένη το καλοκουρεμένο
     κλητική καλοκουρεμένε καλοκουρεμένη καλοκουρεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοκουρεμένοι οι καλοκουρεμένες τα καλοκουρεμένα
      γενική των καλοκουρεμένων των καλοκουρεμένων των καλοκουρεμένων
    αιτιατική τους καλοκουρεμένους τις καλοκουρεμένες τα καλοκουρεμένα
     κλητική καλοκουρεμένοι καλοκουρεμένες καλοκουρεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλοκουρεμένος < καλο- + μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κουρεύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.lo.ku.ɾeˈme.nos/

καλοκουρεμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία