καλλιφωνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλλιφωνία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καλλιφωνία. Συγχρονικά αναλύετα σε (κάλλος) καλλι- + -φωνία (φωνή)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλλιφωνία θηλυκό
- το να έχει κάποιος καλή φωνή, ιδίως όταν τραγουδάει
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλλιφωνία
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλλιφωνία < ελληνιστική κοινή καλλιφωνία. Συγχρονικά αναλύετα σε (κάλλος) καλλι- + -φωνία (φωνή)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλλιφωνία θηλυκό ή καλλιφωνιά
- ωραία φωνή
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- καλλιφωνία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καλλιφωνίᾱ | αἱ | καλλιφωνίαι | ||||
γενική | τῆς | καλλιφωνίᾱς | τῶν | καλλιφωνιῶν | ||||
δοτική | τῇ | καλλιφωνίᾳ | ταῖς | καλλιφωνίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | καλλιφωνίᾱν | τὰς | καλλιφωνίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | καλλιφωνίᾱ | καλλιφωνίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλλιφωνίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καλλιφωνίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλλιφωνία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική (κάλλος) καλλι- + -φωνία (φωνή)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλλιφωνία θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) ομορφιά του ήχου ή της προφοράς
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις κάλλος και φωνή
Πηγές επεξεργασία
- καλλιφωνία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καλλιφωνία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.