Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλλιφωνία οι καλλιφωνίες
      γενική της καλλιφωνίας των καλλιφωνιών
    αιτιατική την καλλιφωνία τις καλλιφωνίες
     κλητική καλλιφωνία καλλιφωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλλιφωνία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καλλιφωνία. Συγχρονικά αναλύετα σε (κάλλος) καλλι- + -φωνία (φωνή)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλλιφωνία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλλιφωνία < ελληνιστική κοινή καλλιφωνία. Συγχρονικά αναλύετα σε (κάλλος) καλλι- + -φωνία (φωνή)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλλιφωνία θηλυκό ή καλλιφωνιά

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καλλιφωνί αἱ καλλιφωνίαι
      γενική τῆς καλλιφωνίᾱς τῶν καλλιφωνιῶν
      δοτική τῇ καλλιφωνί ταῖς καλλιφωνίαις
    αιτιατική τὴν καλλιφωνίᾱν τὰς καλλιφωνίᾱς
     κλητική ! καλλιφωνί καλλιφωνίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλλιφωνί
γεν-δοτ τοῖν  καλλιφωνίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλλιφωνία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική (κάλλος) καλλι- + -φωνία (φωνή)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλλιφωνία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κάλλος και φωνή

  Πηγές επεξεργασία