καλαμπούρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καλαμπούρι | τα | καλαμπούρια |
γενική | του | καλαμπουριού | των | καλαμπουριών |
αιτιατική | το | καλαμπούρι | τα | καλαμπούρια |
κλητική | καλαμπούρι | καλαμπούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλαμπούρι < (άμεσο δάνειο) γαλλική calembour + -ι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.laˈbu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λα‐μπού‐ρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλαμπούρι ουδέτερο
- αστείο με λογοπαίγνιο που βασίζεται στη διαφορά έννοιας μεταξύ λέξεων που έχουν παρόμοια ή παραπλήσια προφορά
- ↪ Όλο καλαμπούρια κάνει.
Εκφράσεις επεξεργασία
- καλαμπούρι μου κάνεις τώρα; με δουλεύεις τώρα;, αυτό που μου λες είναι απίστευτο!
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλαμπούρι
→ δείτε τις λέξεις λογοπαίγνιο και αστειολόγημα |