calembour
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
calembour | calembours |
Ετυμολογία
επεξεργασία- calembour < calem- (calembredaine) + bour(de), (bourde)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcalembour (fr) αρσενικό
- το καλαμπούρι
ενικός | πληθυντικός |
calembour | calembours |
calembour (fr) αρσενικό