Ετυμολογία

επεξεργασία
καλαμπουρίζω < καλαμπούρι

καλαμπουρίζω

  1. κάνω καλαμπούρια, αστειεύομαι ή σπάω πλάκα
    είναι πολύ σοβαρό το θέμα και πιστεύω ότι δεν θα έπρεπε να καλαμπουρίζεις με αυτό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία