καλαμπουρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλαμπουρίζω < καλαμπούρι
Ρήμα
επεξεργασίακαλαμπουρίζω
- κάνω καλαμπούρια, αστειεύομαι ή σπάω πλάκα
- είναι πολύ σοβαρό το θέμα και πιστεύω ότι δεν θα έπρεπε να καλαμπουρίζεις με αυτό
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλαμπουρίζω | καλαμπούριζα | θα καλαμπουρίζω | να καλαμπουρίζω | καλαμπουρίζοντας | |
β' ενικ. | καλαμπουρίζεις | καλαμπούριζες | θα καλαμπουρίζεις | να καλαμπουρίζεις | καλαμπούριζε | |
γ' ενικ. | καλαμπουρίζει | καλαμπούριζε | θα καλαμπουρίζει | να καλαμπουρίζει | ||
α' πληθ. | καλαμπουρίζουμε | καλαμπουρίζαμε | θα καλαμπουρίζουμε | να καλαμπουρίζουμε | ||
β' πληθ. | καλαμπουρίζετε | καλαμπουρίζατε | θα καλαμπουρίζετε | να καλαμπουρίζετε | καλαμπουρίζετε | |
γ' πληθ. | καλαμπουρίζουν(ε) | καλαμπούριζαν καλαμπουρίζαν(ε) |
θα καλαμπουρίζουν(ε) | να καλαμπουρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλαμπούρισα | θα καλαμπουρίσω | να καλαμπουρίσω | καλαμπουρίσει | ||
β' ενικ. | καλαμπούρισες | θα καλαμπουρίσεις | να καλαμπουρίσεις | καλαμπούρισε | ||
γ' ενικ. | καλαμπούρισε | θα καλαμπουρίσει | να καλαμπουρίσει | |||
α' πληθ. | καλαμπουρίσαμε | θα καλαμπουρίσουμε | να καλαμπουρίσουμε | |||
β' πληθ. | καλαμπουρίσατε | θα καλαμπουρίσετε | να καλαμπουρίσετε | καλαμπουρίστε | ||
γ' πληθ. | καλαμπούρισαν καλαμπουρίσαν(ε) |
θα καλαμπουρίσουν(ε) | να καλαμπουρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλαμπουρίσει | είχα καλαμπουρίσει | θα έχω καλαμπουρίσει | να έχω καλαμπουρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλαμπουρίσει | είχες καλαμπουρίσει | θα έχεις καλαμπουρίσει | να έχεις καλαμπουρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καλαμπουρίσει | είχε καλαμπουρίσει | θα έχει καλαμπουρίσει | να έχει καλαμπουρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλαμπουρίσει | είχαμε καλαμπουρίσει | θα έχουμε καλαμπουρίσει | να έχουμε καλαμπουρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλαμπουρίσει | είχατε καλαμπουρίσει | θα έχετε καλαμπουρίσει | να έχετε καλαμπουρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καλαμπουρίσει | είχαν καλαμπουρίσει | θα έχουν καλαμπουρίσει | να έχουν καλαμπουρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλαμπουρίζω
|