καλαμίθρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλαμίθρα < αρχαία ελληνική καλαμίνθη, με ...→ λείπει η ετυμολογία / καλάμινθος < κάλαμος + μίνθα / μίνθη
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλαμίθρα θηλυκό
- (φυτό) κοινή ονομασία του είδους Μίνθη η στρογγυλόφυλλος (Mentha rotundifolia)
- άλλες μορφές: καλαμίδρα, καλάμιθρος, πετροκαλαμίθι
- ≈ συνώνυμα: αγριοδυόσμος, αγριορίγανη, κοψόχορτο, φλησκούνι
- υπερώνυμα: μέντα
- (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού Clinopodium nepeta ή άλλων παρόμοιων
- ψάρι του γλυκού νερού (Scardinius graecus)
- (εντομολογία) ο γρύλος
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του πετροκαλαμίθρα: η πυξίδα
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- πετροκαλαμίθρα
- → δείτε τις λέξεις καλάμι και μίνθη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)