πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καλαμίνθη αἱ καλαμίνθαι
      γενική τῆς καλαμίνθης τῶν καλαμινθῶν
      δοτική τῇ καλαμίνθ ταῖς καλαμίνθαις
    αιτιατική τὴν καλαμίνθην τὰς καλαμίνθᾱς
     κλητική ! καλαμίνθη καλαμίνθαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλαμίνθ
γεν-δοτ τοῖν  καλαμίνθαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
  1. Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
  2. 1 2 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
3. καλαμίνθη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.