Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

μίνθα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μίνθα, -ης θηλυκό

  • (βοτανική) μέντα
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ ἱερῆς νούσου [ιεράς νόσου], (De morbo sacro), 1, p.356, @scaife.perseus
    ἔτι δὲ ὅσα νομίζεται ἰσχυρότατα εἶναι, λαχάνων δὲ μίνθης, σκορόδου καὶ κρομύου (δριμὺ γὰρ ἀσθενέοντι οὐδὲν ξυμφέρει),

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία