↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετροκαλαμίθρα οι πετροκαλαμίθρες
      γενική της πετροκαλαμίθρας
    αιτιατική την πετροκαλαμίθρα τις πετροκαλαμίθρες
     κλητική πετροκαλαμίθρα πετροκαλαμίθρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πετροκαλαμίθρα < πέτρα + -ο- + καλαμίθρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πετροκαλαμίθρα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία