αγριορίγανη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγριορίγανη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀγριορίγανος (αρσενικό)[1] < αρχαία ελληνική} ἀγριο- + ὀρίγανος (θηλυκό) / ὀρίγανον (ουδέτερο). Μορφολογικά, αγριο- + ρίγανη
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγριορίγανη θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγριορίγανη
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .