καλαμήθρα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καλαμήθρα < καλαμίθρα + -ήθρα < αρχαία ελληνική καλαμίνθη / καλάμινθος < κάλαμος + μίνθα / μίνθη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καλαμήθρα θηλυκό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φυτό
|
καλαμήθρα θηλυκό
|