ισχυογενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ισχυογενής | η | ισχυογενής | το | ισχυογενές |
γενική | του | ισχυογενούς* | της | ισχυογενούς | του | ισχυογενούς |
αιτιατική | τον | ισχυογενή | την | ισχυογενή | το | ισχυογενές |
κλητική | ισχυογενή(ς) | ισχυογενής | ισχυογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ισχυογενείς | οι | ισχυογενείς | τα | ισχυογενή |
γενική | των | ισχυογενών | των | ισχυογενών | των | ισχυογενών |
αιτιατική | τους | ισχυογενείς | τις | ισχυογενείς | τα | ισχυογενή |
κλητική | ισχυογενείς | ισχυογενείς | ισχυογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαισχυογενής
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ισχυογενής
|