Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισοϋψής η ισοϋψής το ισοϋψές
      γενική του ισοϋψούς* της ισοϋψούς του ισοϋψούς
    αιτιατική τον ισοϋψή την ισοϋψή το ισοϋψές
     κλητική ισοϋψή(ς) ισοϋψής ισοϋψές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισοϋψείς οι ισοϋψείς τα ισοϋψή
      γενική των ισοϋψών των ισοϋψών των ισοϋψών
    αιτιατική τους ισοϋψείς τις ισοϋψείς τα ισοϋψή
     κλητική ισοϋψείς ισοϋψείς ισοϋψή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισοϋψής < ίσος + ύψος

  Επίθετο επεξεργασία

ισοϋψής, -ής, -ές

  1. ίσος σε ύψος με άλλον
    τα δύο αγαλματίδια είναι ισοϋψή
  2. που βρίσκεται στο ίδιο υψόμετρο με άλλο
    δεν είναι όλα τα σημεία του ορίζοντα ισοϋψή

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
τοπογραφικό σχέδιο με ισοϋψείς

ισοϋψής θηλυκό

  1. γραμμή τοπογραφικού σχεδίου ή χάρτη που συνδέει σημεία του εδάφους με το ίδιο υψόμετρο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία