Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ισοπρένιο τα ισοπρένια
      γενική του ισοπρένιου των ισοπρένιων
    αιτιατική το ισοπρένιο τα ισοπρένια
     κλητική ισοπρένιο ισοπρένια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισοπρένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική isoprene < iso- (< αρχαία ελληνική ἴσος) + prop- (< propionic < αρχαία ελληνική πρῶτος + πίων) + -ene (< αρχαία ελληνική -ηνός)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.soˈpɾe.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σο‐πρέ‐νι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ισοπρένιο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. isoprene στο αγγλικό Βικιλεξικό