ισλαμοφάγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαισλαμοφάγος
- που μισεί το Ισλάμ και τους ισλαμιστές και θέλει να τους κάνει κακό
- ※ Ο λευκός, ρατσιστής, ισλαμοφάγος μακελάρης της τρομοκρατικής επίθεσης στη Νέα Ζηλανδία την περασμένη Παρασκευή, προσπάθησε να «δικαιολογήσει» την επίθεσή του ως μια πράξη υπεράσπισης των γηγενών λευκών κατοίκων της χώρας, οι οποίοι τάχα απειλούνται από τους μουσουλμάνους εισβολείς. (*)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαισλαμοφάγος αρσενικό ή θηλυκό