↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισλαμοφάγος η ισλαμοφάγα το ισλαμοφάγο
      γενική του ισλαμοφάγου της ισλαμοφάγας του ισλαμοφάγου
    αιτιατική τον ισλαμοφάγο την ισλαμοφάγα το ισλαμοφάγο
     κλητική ισλαμοφάγε ισλαμοφάγα ισλαμοφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισλαμοφάγοι οι ισλαμοφάγες τα ισλαμοφάγα
      γενική των ισλαμοφάγων των ισλαμοφάγων των ισλαμοφάγων
    αιτιατική τους ισλαμοφάγους τις ισλαμοφάγες τα ισλαμοφάγα
     κλητική ισλαμοφάγοι ισλαμοφάγες ισλαμοφάγα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ισλαμοφάγος < Ισλάμ + -ο- + -φάγος

  Επίθετο

επεξεργασία

ισλαμοφάγος

  • που μισεί το Ισλάμ και τους ισλαμιστές και θέλει να τους κάνει κακό
    ※  Ο λευκός, ρατσιστής, ισλαμοφάγος μακελάρης της τρομοκρατικής επίθεσης στη Νέα Ζηλανδία την περασμένη Παρασκευή, προσπάθησε να «δικαιολογήσει» την επίθεσή του ως μια πράξη υπεράσπισης των γηγενών λευκών κατοίκων της χώρας, οι οποίοι τάχα απειλούνται από τους μουσουλμάνους εισβολείς. (*)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ισλαμοφάγος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία