ισαπέχων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ισαπέχων | η | ισαπέχουσα | το | ισαπέχον |
γενική | του | ισαπέχοντος & ισαπέχοντα1 |
της | ισαπέχουσας & ισαπεχούσης* |
του | ισαπέχοντος |
αιτιατική | τον | ισαπέχοντα | την | ισαπέχουσα | το | ισαπέχον |
κλητική | ισαπέχων | ισαπέχουσα | ισαπέχον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ισαπέχοντες | οι | ισαπέχουσες | τα | ισαπέχοντα |
γενική | των | ισαπεχόντων | των | ισαπεχουσών | των | ισαπεχόντων |
αιτιατική | τους | ισαπέχοντες | τις | ισαπέχουσες | τα | ισαπέχοντα |
κλητική | ισαπέχοντες | ισαπέχουσες | ισαπέχοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ισαπέχων: μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ισαπέχω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μετοχή
επεξεργασίαισαπέχων, -ουσα, -ον
- που ισαπέχει, που βρίσκεται σε ίσες αποστάσεις από κάτι ή κάποιον
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισαπέχων