↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ινδογερμανικός η ινδογερμανική το ινδογερμανικό
      γενική του ινδογερμανικού της ινδογερμανικής του ινδογερμανικού
    αιτιατική τον ινδογερμανικό την ινδογερμανική το ινδογερμανικό
     κλητική ινδογερμανικέ ινδογερμανική ινδογερμανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ινδογερμανικοί οι ινδογερμανικές τα ινδογερμανικά
      γενική των ινδογερμανικών των ινδογερμανικών των ινδογερμανικών
    αιτιατική τους ινδογερμανικούς τις ινδογερμανικές τα ινδογερμανικά
     κλητική ινδογερμανικοί ινδογερμανικές ινδογερμανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ινδογερμανικός < λόγιο (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική indogermanisch, ινδ(ικός) + -ο- + γερμανικός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /in.ðo.ʝeɾ.ma.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιν‐δο‐γερ‐μα‐νι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

ινδογερμανικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία