ινδογερμανικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ινδογερμανικός < λόγιο (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική indogermanisch, ινδ(ικός) + -ο- + γερμανικός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /in.ðo.ʝeɾ.ma.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ιν‐δο‐γερ‐μα‐νι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαινδογερμανικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ινδογερμανικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ινδογερμανικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας