ιλμενίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαιλμενίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) σκούρο γκρι ορυκτό (οξείδιο σιδήρου και τιτανίου: FeTiO3), με ασθενείς μαγνητικές ιδιότητες, που βρίσκεται σε μεταμορφικά και πυριγενή πετρώματα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ilmenite στην αγγλική Βικιπαίδεια