ιλαρά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.laˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐λα‐ρά
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιλαρά θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (πάθηση) παιδική λοιμώδης μεταδοτική νόσος η οποία προκαλείται από τον ιό Morbillivirus hominis και παρουσιάζεται με εξανθήματα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ιλαρός
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
ιλαρά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
ιλαρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ιλαρό) του ιλαρός
Πηγές
επεξεργασία
- ιλαρά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ιλαρά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- και επίρρημα: ιλαρά — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)