Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιησουιτισμός οι ιησουιτισμοί
      γενική του ιησουιτισμού των ιησουιτισμών
    αιτιατική τον ιησουιτισμό τους ιησουιτισμούς
     κλητική ιησουιτισμέ ιησουιτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιησουιτισμός < ιησουίτ(ης) + -ισμός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική jésuitisme ή ιταλικά gesuitismo[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.i.su.i.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐η‐σου‐ι‐τι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιησουιτισμός αρσενικό, μόνο στον ενικό

  1. η διδασκαλία και οι αρχές των ιησουιτών
  2. (μεταφορικά) η ύπουλη και υποκριτική συμπεριφορά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία