Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιησουιτικός η ιησουιτική το ιησουιτικό
      γενική του ιησουιτικού της ιησουιτικής του ιησουιτικού
    αιτιατική τον ιησουιτικό την ιησουιτική το ιησουιτικό
     κλητική ιησουιτικέ ιησουιτική ιησουιτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιησουιτικοί οι ιησουιτικές τα ιησουιτικά
      γενική των ιησουιτικών των ιησουιτικών των ιησουιτικών
    αιτιατική τους ιησουιτικούς τις ιησουιτικές τα ιησουιτικά
     κλητική ιησουιτικοί ιησουιτικές ιησουιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιησουιτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ιησουιτικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία