jésuitique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʒe.zɥi.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
jésuitique | jésuitiques |
jésuitique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
jésuitique | jésuitiques |
jésuitique (fr) αρσενικό ή θηλυκό