↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιησουίτης οι ιησουίτες
      γενική του ιησουίτη των ιησουιτών
    αιτιατική τον ιησουίτη τους ιησουίτες
     κλητική ιησουίτη ιησουίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιησουίτης < γαλλική jésuite (: ονομασία μελών του ρωμαιοκαθολικού μοναστικού τάγματος της "Εταιρείας του Ιησού")

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.i.suˈi.tis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιησουίτης αρσενικό και ιησουίτισσα θηλυκό

  1. μέλος του ρωμαιοκαθολικού μοναστικού τάγματος, το οποίο ιδρύθηκε το 1534 και ήταν γνωστό για την αυστηρή πειθαρχία των μελών του, την ακραία υπεράσπιση της πίστης τους και την εκπαιδευτική και ιεραποστολική τους δράση
  2. ο υποκριτικά ευσεβής κι ενάρετος
     συνώνυμα: ταρτούφος, υποκριτής
  3. που ενεργεί ύπουλα και δόλια
     συνώνυμα: δολοπλόκος, ραδιούργος
  4. που φανατίζεται με την πίστη του
     συνώνυμα: ζηλωτής

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία