Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταρτούφος < (λόγιο δάνειο) γαλλική Tartuffe[1] < ιταλική tartufo (το μανιτάρι τρούφα) < λατινική terra (γη) + tuber (είδος μηλιάς)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταρτούφος αρσενικό

  1. κύριο πρόσωπο της ομώνυμης κωμωδίας του Μολιέρου, που έμεινε παροιμιώδες για την υποκρισία, απληστία και λαγνεία του
  2. υποκριτής, άπληστος, μοχθηρός

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία