ταρτούφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταρτούφος < (λόγιο δάνειο) γαλλική Tartuffe[1] < ιταλική tartufo (το μανιτάρι τρούφα) < λατινική terra (γη) + tuber (είδος μηλιάς)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταρτούφος αρσενικό
- κύριο πρόσωπο της ομώνυμης κωμωδίας του Μολιέρου, που έμεινε παροιμιώδες για την υποκρισία, απληστία και λαγνεία του
- υποκριτής, άπληστος, μοχθηρός
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ ταρτούφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας