φαρισαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαρισαίος < (ελληνιστική κοινή) Φαρισαῖος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fa.ɾiˈse.os/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαρισαίος αρσενικό
- (ιστορία) το μέλος μιας ιουδαϊκής πολιτικής και κοινωνικής κίνησης και σχολής σκέψης την εποχή του Ιησού Χριστού
- (μεταφορικά) αυτός που βάζει τους τύπους πάνω από την ουσία, ο υποκριτής