ταρτουφισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταρτουφισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική tartuferie[1]
- "Ο Ταρτούφος" από το έργο του Μολιέρου (1688-1673) Ο Ταρτούφος είναι ένας υποκριτής-ευσεβής κληρικός που καταχθόνια και επικαλούμενος την "αρετή" του, καταφέρνει να κυριαρχήσει στη ζωή του ευεργέτη του κ. Οργκόν. Με απατεωνιές προσπαθεί να κατακτήσει όχι μόνο την περιουσία του Οργκόν, αλλά και την ίδια τη σύζυγό του, την οποία έχει βαθιά ερωτευτεί.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταρτουφισμός αρσενικό
- απατεωνισμός
- Σε κατηγορώ για πολιτικό ταρτουφισμό, ψευτοπουριτανισμό και υποκρισία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταρτουφισμός
|
- ↑ ταρτουφισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας