Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιζηματώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ιζηματώδ
ης
η
ιζηματώδ
ης
το
ιζηματώδ
ες
γενική
του
ιζηματώδ
ους
της
ιζηματώδ
ους
του
ιζηματώδ
ους
αιτιατική
τον
ιζηματώδ
η
την
ιζηματώδ
η
το
ιζηματώδ
ες
κλητική
ιζηματώδ
η
(
ς
)
ιζηματώδ
ης
ιζηματώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ιζηματώδ
εις
οι
ιζηματώδ
εις
τα
ιζηματώδ
η
γενική
των
ιζηματωδ
ών
των
ιζηματωδ
ών
των
ιζηματωδ
ών
αιτιατική
τους
ιζηματώδ
εις
τις
ιζηματώδ
εις
τα
ιζηματώδ
η
κλητική
ιζηματώδ
εις
ιζηματώδ
εις
ιζηματώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιζηματώδης
<
ίζημα
+
-ώδης
<
ελληνιστική κοινή
ἵζημα
<
ἱζάνω
<
ἵζω
Επίθετο
επεξεργασία
ιζηματώδης
που είναι
γεμάτος
ιζήματα
, που περιέχει
ιζήματα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ίζημα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ιζηματογενής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιζηματώδης
αγγλικά
:
sedimentary
(en)