Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιζηματώδης η ιζηματώδης το ιζηματώδες
      γενική του ιζηματώδους της ιζηματώδους του ιζηματώδους
    αιτιατική τον ιζηματώδη την ιζηματώδη το ιζηματώδες
     κλητική ιζηματώδη(ς) ιζηματώδης ιζηματώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιζηματώδεις οι ιζηματώδεις τα ιζηματώδη
      γενική των ιζηματωδών των ιζηματωδών των ιζηματωδών
    αιτιατική τους ιζηματώδεις τις ιζηματώδεις τα ιζηματώδη
     κλητική ιζηματώδεις ιζηματώδεις ιζηματώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιζηματώδης < ίζημα + -ώδης < ελληνιστική κοινή ἵζημα < ἱζάνω < ἵζω

  Επίθετο επεξεργασία

ιζηματώδης

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία