Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδιωτικοοικονομικός η ιδιωτικοοικονομική το ιδιωτικοοικονομικό
      γενική του ιδιωτικοοικονομικού της ιδιωτικοοικονομικής του ιδιωτικοοικονομικού
    αιτιατική τον ιδιωτικοοικονομικό την ιδιωτικοοικονομική το ιδιωτικοοικονομικό
     κλητική ιδιωτικοοικονομικέ ιδιωτικοοικονομική ιδιωτικοοικονομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδιωτικοοικονομικοί οι ιδιωτικοοικονομικές τα ιδιωτικοοικονομικά
      γενική των ιδιωτικοοικονομικών των ιδιωτικοοικονομικών των ιδιωτικοοικονομικών
    αιτιατική τους ιδιωτικοοικονομικούς τις ιδιωτικοοικονομικές τα ιδιωτικοοικονομικά
     κλητική ιδιωτικοοικονομικοί ιδιωτικοοικονομικές ιδιωτικοοικονομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδιωτικοοικονομικός < ιδιωτικ(ός) + -ο- + οικονομικός (< οικονομ(ία) + -ικός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ði.o.ti.ko.i.ko.no.miˈkos/ & /i.ði̯o.ti.ko.i.ko.no.miˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐δι‐ω‐τι‐κο‐οι‐κο‐νο‐μι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ιδιωτικοοικονομικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία