Δείτε επίσης: Ἱέραξ, ἴρηξ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῐερᾱκ-
ονομαστική ἱέραξ οἱ ἱέρακες
      γενική τοῦ ἱέρακος τῶν ἱεράκων
      δοτική τῷ ἱέρακ τοῖς ἱέραξ(ν)
    αιτιατική τὸν ἱέρακ τοὺς ἱέρακᾰς
     κλητική ! ἱέραξ ἱέρακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱέρακε
γεν-δοτ τοῖν  ἱεράκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ἱέραξ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱέραξ < *Ϝίρ-ᾱκς όπως φαίνεται σε γλώσσα του Ησύχιου βείρακες (ἱέρακες) < πιθανόν συνδέεται με το ρήμα ἵεμαι (ρίχνομαι, εξορμώ) [1]
Ο τύπος ἴρηξ, ήδη στον Όμηρο.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἱέραξ αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.