Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἱερακεῖον < ἱέραξ + -εῖον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἱερακεῖον ουδέτερο