↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λειψανοθήκη οι λειψανοθήκες
      γενική της λειψανοθήκης των λειψανοθηκών
    αιτιατική τη λειψανοθήκη τις λειψανοθήκες
     κλητική λειψανοθήκη λειψανοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λειψανοθήκη (μαρτυρείται από το 1889) [1] < λείψανο + θήκη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λειψανοθήκη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 596, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου