ἴρηξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἰρηκ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἴρηξ | οἱ | ἴρηκες | |
γενική | τοῦ | ἴρηκος | τῶν | ἰρήκων | |
δοτική | τῷ | ἴρηκῐ | τοῖς | ἴρηξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ἴρηκᾰ | τοὺς | ἴρηκᾰς | |
κλητική ὦ! | ἴρηξ | ἴρηκες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἴρηκε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰρήκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἴρηξ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἴρηξ, -ηκος αρσενικό
- (πτηνό) επικός και ιωνικός τύπος του ἱέραξ
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 13 (ν. Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 86 (86-87)
- ἡ δὲ μάλ᾽ ἀσφαλέως θέεν ἔμπεδον· οὐδέ κεν ἴρηξ | κίρκος ὁμαρτήσειεν, ἐλαφρότατος πετεηνῶν.
- Έτρεχε το καράβι σταθερό και σίγουρο· μήτε γεράκι, | το γοργότερο πετούμενο, δεν θα μπορούσε να το φτάσει.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἡ δὲ μάλ᾽ ἀσφαλέως θέεν ἔμπεδον· οὐδέ κεν ἴρηξ | κίρκος ὁμαρτήσειεν, ἐλαφρότατος πετεηνῶν.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 203 (203-204)
- ὧδ᾽ ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον, | ὕψι μάλ᾽ ἐν νεφέεσσι φέρων, ὀνύχεσσι μεμαρπώς·
- Έτσι μίλησε το γεράκι στο αηδόνι με τον πλουμιστό λαιμό | σαν να το ᾽χε αρπάξει με τα νύχια του και το ᾽φερε ψηλά πολύ στα νέφη.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ὧδ᾽ ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον, | ὕψι μάλ᾽ ἐν νεφέεσσι φέρων, ὀνύχεσσι μεμαρπώς·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 76.3
- ὠθιζομένων δ᾽ αὐτῶν ἐφάνη ἰρήκων ἑπτὰ ζεύγεα δύο αἰγυπιῶν ζεύγεα διώκοντα καὶ τίλλοντά τε καὶ ἀμύσσοντα.
- Καθώς όμως αυτοί φιλονικούσαν, φάνηκαν επτά ζευγάρια γεράκια που κυνηγούσαν δυο ζευγάρια γυπαετούς μαδώντας και τσιμπώντας τους.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ὠθιζομένων δ᾽ αὐτῶν ἐφάνη ἰρήκων ἑπτὰ ζεύγεα δύο αἰγυπιῶν ζεύγεα διώκοντα καὶ τίλλοντά τε καὶ ἀμύσσοντα.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 13 (ν. Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 86 (86-87)
Πηγές
επεξεργασία- ἴρηξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἴρηξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.