↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἰρηκ-
ονομαστική ἴρηξ οἱ ἴρηκες
      γενική τοῦ ἴρηκος τῶν ἰρήκων
      δοτική τῷ ἴρηκ τοῖς ἴρηξ(ν)
    αιτιατική τὸν ἴρηκ τοὺς ἴρηκᾰς
     κλητική ! ἴρηξ ἴρηκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἴρηκε
γεν-δοτ τοῖν  ἰρήκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἴρηξ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἴρηξ, -ηκος αρσενικό