Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

{

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γέρακας οι γέρακες
      γενική του γέρακα των γεράκων
    αιτιατική τον γέρακα τους γέρακες
     κλητική γέρακα γέρακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γέρακας < γεράκι < αρχαία ελληνική ἱέραξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γέρακας αρσενικό (ο πληθ. αδόκιμος γιατί παραπέμπει στον γεράκο, τον γεροντάκο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία