Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θυρόφυλλο τα θυρόφυλλα
      γενική του θυρόφυλλου των θυρόφυλλων
    αιτιατική το θυρόφυλλο τα θυρόφυλλα
     κλητική θυρόφυλλο θυρόφυλλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θυρόφυλλο < θύρ(α) + -ό- + φύλλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θυρόφυλλο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία