θυρόφυλλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θυρόφυλλο ουδέτερο
- το καθεάν από τα φύλλα μιας πόρτας, δηλαδή τα τμήματά της που κινούνται και ανοιγοκλείνουν
- ↪ έκλεισε τα θυρόφυλλα για να μη μπαίνει ο ήλιος
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- παραθυρόφυλλο
- → δείτε τις λέξεις θύρα και φύλλο