θρῆσκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | θρῆσκος | τὸ | θρῆσκον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | θρήσκου | τοῦ | θρήσκου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | θρήσκῳ | τῷ | θρήσκῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | θρῆσκον | τὸ | θρῆσκον | ||
κλητική ὦ! | θρῆσκε | θρῆσκον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | θρῆσκοι | τὰ | θρῆσκᾰ | ||
γενική | τῶν | θρήσκων | τῶν | θρήσκων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | θρήσκοις | τοῖς | θρήσκοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | θρήσκους | τὰ | θρῆσκᾰ | ||
κλητική ὦ! | θρῆσκοι | θρῆσκᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θρήσκω | τὼ | θρήσκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θρήσκοιν | τοῖν | θρήσκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «χυδαῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θρῆσκος (ελληνιστική κοινή) < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαθρῆσκος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- (για θρησκευόμενο άνθρωπο) ευσεβής, ευλαβής, θεοσεβούμενος
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Ἰακώβου ἐπιστολὴ καθολική, 1.26
- εἴ τις δοκεῖ θρῆσκος εἶναι ἐν ὑμῖν, μὴ χαλιναγωγῶν γλῶσσαν αὐτοῦ, ἀλλ’ ἀπατῶν καρδίαν αὐτοῦ, τούτου μάταιος ἡ θρησκεία.
- ≈ συνώνυμα: εὐσεβής, θεοσεβής
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Ἰακώβου ἐπιστολὴ καθολική, 1.26
- (με κακή σημασία) δεισιδαίμονας
Πηγές
επεξεργασία- θρῆσκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θρῆσκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.