γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική θοός θοᾱ́ τὸ θοόν
      γενική τοῦ θοοῦ τῆς θοᾶς τοῦ θοοῦ
      δοτική τῷ θο τῇ θο τῷ θο
    αιτιατική τὸν θοόν τὴν θοᾱ́ν τὸ θοόν
     κλητική ! θοέ θοᾱ́ θοόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ θοοί αἱ θοαί τὰ θοᾰ́
      γενική τῶν θοῶν τῶν θοῶν τῶν θοῶν
      δοτική τοῖς θοοῖς ταῖς θοαῖς τοῖς θοοῖς
    αιτιατική τοὺς θοούς τὰς θοᾱ́ς τὰ θοᾰ́
     κλητική ! θοοί θοαί θοᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θοώ τὼ θοᾱ́ τὼ θοώ
      γεν-δοτ τοῖν θοοῖν τοῖν θοαῖν τοῖν θοοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θοός < θέω < θεϝ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰew- ‎(τρέχω, ρέω)

  Επίθετο

επεξεργασία

θοός -ή -όν

  1. γρήγορος, γοργός
  2. ευκίνητος
  3. οξύς, αιχμηρός

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία