Ετυμολογία

επεξεργασία
θοόω < θοός (ταχύς, οξύς)

θοόω

  1. κάνω κάτι αιχμηρό, οξύ, σουβλερό
    ἐγὼ δ᾽ ἐθόωσα ἄκρον
  2. (μεταφορικά) κάνω κάτι αιχμηρό, οξύ
    ἐν πυρὶ φωνὴν τεθοωμένος

Συγγενικά

επεξεργασία