Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεόσοφος η θεόσοφη το θεόσοφο
      γενική του θεόσοφου της θεόσοφης του θεόσοφου
    αιτιατική τον θεόσοφο τη θεόσοφη το θεόσοφο
     κλητική θεόσοφε θεόσοφη θεόσοφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεόσοφοι οι θεόσοφες τα θεόσοφα
      γενική των θεόσοφων των θεόσοφων των θεόσοφων
    αιτιατική τους θεόσοφους τις θεόσοφες τα θεόσοφα
     κλητική θεόσοφοι θεόσοφες θεόσοφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

θεόσοφος < ελληνιστική κοινή θεόσοφος < αρχαία ελληνική θεός θεό- + σοφός

  Επίθετο επεξεργασία

θεόσοφος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις θεός και σοφός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεόσοφος οι θεόσοφοι
      γενική του θεόσοφου των θεόσοφων
    αιτιατική τον θεόσοφο τους θεόσοφους
     κλητική θεόσοφε θεόσοφοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
θεόσοφος < θεοσοφ(ισμός) + -ος (σοφός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεόσοφος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία