Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / θεοσυντήρητος τὸ θεοσυντήρητον
      γενική τοῦ/τῆς θεοσυντηρήτου τοῦ θεοσυντηρήτου
      δοτική τῷ/τῇ θεοσυντηρήτ τῷ θεοσυντηρήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν θεοσυντήρητον τὸ θεοσυντήρητον
     κλητική ! θεοσυντήρητε θεοσυντήρητον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ θεοσυντήρητοι τὰ θεοσυντήρητα
      γενική τῶν θεοσυντηρήτων τῶν θεοσυντηρήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς θεοσυντηρήτοις τοῖς θεοσυντηρήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς θεοσυντηρήτους τὰ θεοσυντήρητα
     κλητική ! θεοσυντήρητοι θεοσυντήρητα
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοσυντήρητος < θεο- + συντηρῶ, συντηρη- + -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θe.o.sinˈdi.ɾi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐ο‐συ‐ντή‐ρη‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

θεοσυντήρητος, -ος, -ον

  • (καθαρεύουσα) που συντηρείται, προστατεύεται από τον Θεό
    ※  Οὕτως ἡ θεοσυντήρητος Ἑλλὰς ὡς εὐάρεστον σῶμα καὶ εὐπαγὲς εἰσεδέξατο καὶ ἐχώνευσε τοσούτους κατὰ καιροὺς εἰς αὐτὴν εἰσβαλόντες ἀλλοφύλους, καὶ πᾶν μὲν τὸ περιττὸν ἀπέβαλε, πᾶν δὲ τὸ χρήσιμον μετεποίησεν εἰς τρόφιμον χιλὸν, καὶ μένει πάλιν σῶμα γνήσιον καὶ ὑγιὲς καὶ ἀκέραιον.
    Οικονόμου, Σοφοκλής Κ. (1843), Περί Μάρκου του Κυπρίου, Αθήνησιν: Τυπογραφία Π. Β. Μελαχούρη και Φ. Καραμπίνη, σελ. 64
    ※  Ταῦτα συνοπτικῶς, τό γε νῦν ἔχον, εἰς ἀπάντησιν τῆς Συνοδικῆς Ὺμῶν ἐπιστολῆς· τὰ δὲ θεοσυντήρητα ἔτη τῆς ἀπειροσεβάστου ἡμῖν φιλαδέλφου Παναγιότητος εἶεν ὅ,τι πλεῖστα, ὑγιεινὰ καὶ σωτηριωδέστατα.
    Καλλίφρων, Βασίλειος Δ. (1867), Εκκλησιαστικά, ή Εκκλησιαστικόν Δελτίον, Εν Κωνσταντινουπόλει: Τύποις Ανατολικού Αστέρος, σελ. 91
    ※  Ταῦτα μέν, τὰ δὲ θεοσυντήρητα αὐτῆς ἔτη πλειστευτυχῆ εἴησαν. Τῆς ὑμετέρας ἐλλογιμωτάτης πανιερότητος ἐν Χριστῷ ἀδελφὸς καὶ ὅλως πρόθυμος εἰς τοὺς ὁρισμούς.
    Θεόφιλος Καμπανίας (1929), «Έργα και ημέραι, νέαι επιστολαί», στο περιοδικό Εκκλησία, σελ. 113.