↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θαλαμηγός οι θαλαμηγοί
      γενική της θαλαμηγού των θαλαμηγών
    αιτιατική τη θαλαμηγό τις θαλαμηγούς
     κλητική θαλαμηγέ θαλαμηγοί
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θαλαμηγός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θαλαμηγός
 
Θαλαμηγός αραγμένη σε μαρίνα.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θαλαμηγός θηλυκό

  1. ελαφρύ ιστιοφόρο
  2. το ιδιωτικό σκάφος αναψυχής

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θαλαμηγός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

θαλαμηγός, -ός, -όν (ελληνιστική κοινή)

  • (για πλοίο) αυτό που έχει θαλάμους
    ※  1ος πκε/κε αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, 17.1, 16 @perseus.tufts.edu @wikisource
    διέχει δὲ τετράσχοινον τῆς Ἀλεξανδρείας ἡ Σχεδία, κατοικία πόλεως, ἐν ᾗ τὸ ναύσταθμον τῶν θαλαμηγῶν πλοίων, ἐφʼ οἷς οἱ ἡγεμόνες εἰς τὴν ἄνω χώραν ἀναπλέουσιν·
    ※  1ος πκε αιώνας Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 1, 85.2 @scaife.perseus
    τῶν δʼ ἱερέων οἷς ἐστιν ἐπιμελὲς ἄγουσι τὸν μόσχον τὸ μὲν πρῶτον εἰς Νείλου πόλιν, ἐν ᾗ τρέφουσιν αὐτὸν ἐφʼ ἡμέρας τετταράκοντα, ἔπειτʼ εἰς θαλαμηγὸν ναῦν οἴκημα κεχρυσωμένον ἔχουσαν ἐμβιβάσαντες ὡς θεὸν ἀνάγουσιν εἰς Μέμφιν εἰς τὸ τοῦ Ἡφαίστου τέμενος.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θαλαμηγός αρσενικό ή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία