ηχόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηχόμετρο < (μαρτυρείται από το 1861) (καθαρεύουσα) ἠχόμετρον (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sonomètre [1] Μορφολογικά, ηχό- + -μετρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηχόμετρο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)